- πυράκανθος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και περιλαμβάνει 7 περίπου είδη ανθεκτικών αγκαθωτών αειθαλών θάμνων κυρίως τής Ευρώπης και τής Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυράκανθα κατά τα αρσ.].
Dictionary of Greek. 2013.