πυράκανθος

πυράκανθος
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και περιλαμβάνει 7 περίπου είδη ανθεκτικών αγκαθωτών αειθαλών θάμνων κυρίως τής Ευρώπης και τής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυράκανθα κατά τα αρσ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυράκανθο — (κράταιγος ή κοτονέαστρος ο πυράκανθος). Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στη βόρεια Ελλάδα έως τον Όλυμπο. Είναι πυκνοκλαδής, ύψους 2 3 μ., με αραιά αγκάθια. Έχει φύλλα λεία, δερματώδη, στίλβοντα άνω,… …   Dictionary of Greek

  • πυράκανθα — η, ΝΜΑ Ο πυράκανθος αρχ. 1. το φυτό οξυάκανθα 2. το φυτό σκόλυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄκανθα. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pyracantha] …   Dictionary of Greek

  • πυράκανθα — πυράκανθα, η και πυράκανθος, ο γένος φυτών της οικογένειας Pοδίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”